-
1 коммуна
См. также в других словарях:
Κομούνα του Παρισιού — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστές δύο ιστορικές περίοδοι της Γαλλίας, η πρώτη στη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης (1789 95) και η δεύτερη και σημαντικότερη την εποχή των μεγάλων ευρωπαϊκών κοινωνικών επαναστάσεων (1871). 1. Η δημοτική αρχή του … Dictionary of Greek
κομούνα — η (λ. ιταλ.), η κοινότητα ως ανώτατη πολιτική εξουσία (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική): Η κομούνα του Παρισιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γαλλική Επανάσταση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τρεις μεγάλες επαναστάσεις στην ιστορία της σύγχρονης Γαλλίας (1789 92, 1830 και 1848), με σημαντικότερη ασφαλώς την πρώτη, που εισήγαγε το πολίτευμα της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής (κοινοβουλευτικής) δημοκρατίας.… … Dictionary of Greek
επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… … Dictionary of Greek
κομμούνα — Βλ. λ. Κομούνα. * * * η 1. η κοινότητα ως ανώτατη πολιτική (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική) εξουσία 2. το σύνολο τών κομμουνιστών 3. (υβριστικά) κομμουνιστής 4. φρ. «κομμούνα τού Παρισιού» α) η δημοτική αρχή τού Παρισιού κατά τη διάρκεια τής… … Dictionary of Greek
Αλεξαντρέσκου, Γκριγκόρι — (Grigori Alexandrescu, Τιργοβίστα 1812 – Βουκουρέστι 1885). Ρουμάνος ποιητής και πολιτικός. Κατατάχτηκε για ένα διάστημα στον στρατό, τον οποίο γρήγορα εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί στην πολιτική και την ποίηση. Έγινε μέλος της Φιλαρμονικής… … Dictionary of Greek
Αλμπέρ — (Albert).Ψευδώνυμο του Γάλλου σοσιαλιστή εργάτη Αλεξάντρ Μαρτίν (Alexandre Martin,1815 – 1895), ο οποίος συμμετείχε στην προσωρινή κυβέρνηση μετά την επανάσταση του 1848. Ιδρυτής και εκδότης της εργατικής εφημερίδας Εργαστήριο (L’ Atelier), πήρε… … Dictionary of Greek
Ανένκοφ — Όνομα ιστορικών προσώπων της Ρωσίας. 1. Μιχαΐλ (Πετρούπολη 1838 – 1899). Στρατηγός. Συμμετείχε στην καταστολή της Πολωνικής επανάστασης και αργότερα (1880) πολέμησε εναντίον των Τουρκομάνων. 2. Νικολάι (1819 – 1891). Βοτανολόγος. Διετέλεσε… … Dictionary of Greek
Βαγιάν, Εντουάρ — (Edward Vaillant, 1840 1915). Γάλλος πολιτικός. Σπούδασε φυσικές επιστήμες και ιατρική, προσχώρησε στην Α’ Διεθνή και, όταν ξέσπασε η Κομούνα των Παρισίων το 1871, εξελέγη μέλος της κεντρικής επαναστατικής επιτροπής και έγινε υπουργός Παιδείας.… … Dictionary of Greek
Βαλές, Ζιλ — (Gilles Vallès, Παρίσι 1832 – 1885).Γάλλος συγγραφέας και δημοσιογράφος. Δραστήριος και στρατευμένος, προσχώρησε στην Κομουνιστική Διεθνή και έλαβε μέρος στην Κομούνα του Παρισιού. Γλίτωσε τον τουφεκισμό καταφεύγοντας στο Λονδίνο. Το 1879 εξέδωσε … Dictionary of Greek